παποράκι

παποράκι
το
βλ. βαποράκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παποράκι — το 1. το μικρό βαπόρι, βαποράκι. 2. σίδερο σιδερώματος παλιού τύπου που θερμαινόταν με κάρβουνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαποράκι — και παποράκι, το 1. μικρό ατμόπλοιο 2. σίδερο για σιδέρωμα ρούχων, με ξυλοκάρβουνο στο εσωτερικό του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”